Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Γιολάντα Τσιαμπόκαλου

Χάθηκε το νόημα (για την Ίρμα...)
Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007, εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος».
(Γράφει η Γιολάντα Τσιαμπόκαλου) 

Όταν έχεις σκύλο αλλάζει κι όλη η αντίληψη που έχεις για το πάρκο, για τη γειτονιά.  Κάθε φορά που κάποιος από εμάς γυρνούσε σπίτι με την Ίρμα λαχανιασμένη και χαρούμενη έφερνε μαζί του καινούριες ιστορίες απ’ τους γείτονές μας. Με ονόματα, ημερομηνίες, γεγονότα και ίσως λίγο αλάτι παραπάνω για το γούστο. Κουτσομπολιό στην κυριολεξία κουτσό, στο ‘να πόδι, γιατί απ’ την άλλη τράβαγε η Ίρμα να προχωρήσουμε σε κάποιες ενδιαφέρουσες μυρωδιές παραπέρα. Στο πάρκο, νιώθει κανείς μια παράξενη οικειότητα με άλλους ιδιοκτήτες σκύλων. Αφού σπάσει ο πάγος με αφορμή τις μονολεκτικές προτάσεις και ερωτήσεις του γείτονα προς το ζώο, προχωράμε στο ψητό. Ιστορίες με ξόμπλια και ουρά, γεμάτες παράξενες προσωπικές λεπτομέρειες. Το ήξερες ότι ο κ. Τρύφωνας, που έχει τον Γιόχαν, το ντόπερμαν, φοράει περουκίνι και ψεύτικο πόδι; Ήξερες, ότι ο φαρμακοποιός απέναντι απ’ το σχολείο κέρδισε 25.000.000 δραχμές με ένα ξυστό τη μέρα του μεγάλου σεισμού στην Αθήνα; Ότι ο γιος του Λυκειάρχη έμεινε στην ίδια τάξη; Πως έχασε ο κ.Δημήτρης με το πεκινουά τη γυναίκα του;
Που η τάδε έχει έναν εραστή στο Χαϊδάρι και την περνάει ζάχαρη; Που η Μαίρη, το Μαιράκι, παραλίγο να βγει στην εκπομπή της Πάνια; Τα ‘μαθες, ένα στενό πίσω απ’ το σπίτι μας, στον πεζόδρομο, απέναντι απ’ τους προσκόπους ήταν μια από τις γιάφκες της 17 Νοέμβρη!
Και μια ημίτρελη πάνω απ’ την Αγ. Τριάδα μαζεύει αδέσποτα και τα ταΐζει ωμό κρέας. Γυρνάει τα βράδια και έχει κολιτσίδα καμιά δεκαπενταριά σκυλιά που μετράς τα παΐδια τους. Είναι και η κα. Νατάσα, από την Αλβανία, με τις εφημερίδες και τα ψιλικά που φροντίζει τη Λίζα, ένα γιγαντόσωμο αδέσποτο. Γέννησε η μια της κόρη στα Τίρανα και σκέφτεται πώς ν’ αφήσει το μαγαζί να πάει να τη δει…  Τέτοια μαθαίναμε στο πάρκο, στα γύρω στενά, και αυτές οι καθημερινές βόλτες έκαναν τα πάντα πιο οικεία σε μας, αλλάζανε κι εμάς τους ίδιους. Έμοιαζαν με καθημερινό κυνήγι για μια ακόμα ιστορία. Μία, οποιαδήποτε.
Αύριο κλείνει ένας χρόνος που χάσαμε την Ίρμα μας και ξαφνικά αυτές οι βόλτες στο πάρκο έχασαν το νόημα…

----------------------------------------------------------------------------- 

 Μη μου λες το τέλος... 
Δευτέρα 30 Ιουλίου 2007, εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος».
(Γράφει η Γιολάντα Τσιαμπόκαλου)

Αυτή εδώ είναι μια ιστορία που συνέβαινε κάθε καλοκαίρι στην Λάουρα.
Κι όπου «Λάουρα» δεν πρόκειται για ψευδώνυμο αιθέριας υπάρξεως, αλλά για θερινό σινεμά στο Παγκράτι που ακόμα λειτουργεί κόντρα στα πολύχρωμα στρουμφοχωριά με τους σινεμάδες, και τα μεγάλα blockbuster. Η «Λάουρα» έχει έναν μαντρότοιχο, χρώμα ξεθωριασμένο κίτρινο, γυάλινη κορνίζα με ξασπρισμένα «Προσεχώς», πέντε – έξι κεραμιδόγατους μονίμως ερωτευμένους (γι’ αυτό και νιαουρίζουν ασύστολα), και όλα τα κομφόρ. Δηλαδή, αγιόκλημα, βουκαμβίλια, λαστιχωτά τοστ, γρανίτες, ποπ κορν, κλασικές καρέκλες σκηνοθέτη (που αν καταλάθος σε πάρει ο ύπνος σε παρασέρνει κι ο νόμος της βαρύτητας ως κάτω). Eχει χαλίκι που κάνει χρούτσου – χρούτσου ώσπου να βρουν τη θέση τους οι αργοπορημένοι σινεφίλ, διαφημιστικές ταμπέλες με όλα τα φροντιστήρια της γειτονιάς, και ακόμα τον ουρανό με τ’ άστρα. Απόψε – λένε – θα ‘χει και την πανσέληνο ρεζερβέ από πάνω ανάμεσα 10:30 με 12:30…Φυσικά, η «Λάουρα» έχει τριγύρω και γειτόνους κρεμασμένους μαζί με φίλους και συγγενείς απ’ τα μικροσκοπικά μπαλκονάκια στους ακάλυπτους των πολυκατοικιών που ξέρουν απ’ έξω κι ανακατωτά τους διαλόγους των ταινιών. Ένας τέτοιος γείτονας, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 περίπου, είχε μια διαστροφική συνήθεια και τακτική. Κάθε φορά που είχε κάποιο έργο αστυνομικό, μυστηρίου ή ακόμα καλύτερα θρίλερ φρόντιζε πάντα να παρακολουθεί την πρώτη προβολή στο τζάμπα απ’ το μπαλκόνι του. Μάθαινε όλες τις λεπτομέρειες και τις βασικές ατάκες. Έτσι όλα τα επόμενα βράδια, όσο έπαιζε η ίδια ταινία, παραμόνευε πίσω απ’ την κουρτίνα του. Περίμενε υπομονετικά, ιδρώνοντας, κρυμμένος, με τα μάτια να λαμπιρίζουν στο σκοτάδι σαν κεραμιδόγατος κι αυτός. Οι θεατές ιδρώνοντας το ίδιο, από κάτω στο σινεμά σπαζοκεφάλιαζαν στο μεταξύ για τη λύση του μυστηρίου ή κλείνανε τα μάτια μη δουν τα αίματα.  Και ο γείτονας εκείνος, κάθε βράδυ ανελλιπώς την κατάλληλη στιγμή (ή μάλλον την πιο ακατάλληλη στιγμή) πεταγόταν πίσω απ’ την κουρτίνα, έξω στο μπαλκόνι.

Έκανε τα χέρια του χωνί και φώναζε: «Ο δολοφόνος είναι ο τάδε!!»

-----------------------------------------------------------------------------

Ο Κούκος ο μονός
Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007, εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος».
(Γράφει η Γιολάντα Τσιαμπόκαλου)


Τρία στενά απ’ την πλατεία Ταμπουρίων σε καφενέ παίζανε χαρτιά κάτι παρέες,  ταμπουρωμένοι απ’ όλους και όλα, ταμένοι στην τράπουλα, στην πρέφα, στην ξερή, στο «Θανάση», και στον κούκο το μονό.  Παιχνίδια της τσόχας με δικούς τους κανόνες, κλισέ και λεξιλόγιο. Μα η ιστορία αφορά το γκαρσόνι του καφενέ, έναν ορφανό πιτσιρίκο που του ‘μείνε παρατσούκλι το όνομα από ένα τέτοιο παιχνίδι. Όλοι τον φωνάζανε «ο κούκος ο μονός».
Έτσι του ζητούσανε παραγγελία, έτσι τον έστελναν για τσιγάρα, έτσι τον καλοπιάνανε να κάτσει δίπλα τους για γούρι ή να κόψει την τράπουλα. Ο κούκος ο μονός φυσιογνωμία. Άδειαζε τα τασάκια, γέμιζε τα ποτήρια με φτηνό ουίσκι, δυνατό σα φωτιστικό οινόπνευμα και κρυφοκοίταζε όσα εξελίσσονταν στην τσόχα. Έβλεπε να παίζουν χαρτιά χωρίς να μιλάει. Ξεπατίκωνε τους μεγάλους και έμαθε να αποκωδικοποιεί τον παραμικρό σπασμό στο πρόσωπό τους, ας είχαν αναγάγει την μπλόφα σε δεύτερή τους φύση. Φαγωμένα πρόσωπα, μισοφωτισμένα από το λαμπατέρ με τα μαδημένα κρόσσια. Κόκκινα μάτια, ξεχειλωμένος κόμπος στην ντεμοντέ γραβάτα και το άτιμο χαρτί να μη βγαίνει με τίποτα. Άλλοτε φουλ του ρήγα άλλοτε «ντούκου για να δω».
Ο κούκος έμαθε να μετράει την τράπουλα και να υπολογίζει με διαβολεμένη ακρίβεια το φύλλο. Μεγάλωσε, έβγαλε μουστακάκι, κι είπε να τα βάλει με την τύχη του. Έκανε μπόγο τα ρούχα του κι  άχνα δεν είπε σε κανέναν. Το ’ριξε στον τζόγο. Η πρώτη κέντα ήρθε νωρίς, τα πρώτα φράγκα τον στάνιαραν και πήρε αέρα. Να σου λοιπόν τα μεγάλα τραπέζια, τα καζίνο, τα στοιχήματα, οι γυναίκες. Στις δύσκολες έκρυβε κάναν άσο στο μανίκι και τους έτρωγε λάχανο. Έτσι κυλούσε ο χρόνος κι η ρουλέτα. Ώσπου ο κούκος ο μονός έμεινε ορφανός κι από τύχη. Πολλές οι τράκες, τον ξέχασαν οι ρηγάδες κι οι βαλέδες. Δεν το ‘βαζε κάτω. Ένα βράδυ μάζεψε τα κουράγια του κι έστησε παιχνίδι τελευταίο. Μα δεν βρήκε πρόχειρο έναν άγγελο να παίξει στοίχημα τη ζωή του, παρά κάλεσε έναν τύπο μυστήριο, να κάτσει στο τραπέζι. Για λίγο νόμιζε ότι του έσπασε η γκίνια. Αλλά, σε ένα ελάχιστο δευτερόλεπτο είδε ο αντίπαλός του τον άσο που είχε κρυμμένο ο κούκος στο μανίκι. Ήθελε τη νίκη γι’ αυτό πήγε να κλέψει. Μα δε του βγήκε κι «ο κούκος ο μονός» έμεινε – όπως λένε – στεγνός. Στεγνός από ζωή.

----------------------------------------------------------------------------- 

Εφημερεύει
Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007, εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος».
(Γράφει η Γιολάντα Τσιαμπόκαλου)


Νύχτα Αυγούστου στο Λαϊκό νοσοκομείο και πού λόγια να γράψω… Πενήντα ιστορίες εξελίσσονται ταυτόχρονα γύρω μου σε πενήντα τετραγωνικά μέτρα αντίστοιχα. Ιστορίες με το μέτρο. Ποια να πρωτογράψω; Ποια ν’ αφήσω ανείπωτη; Άλλη λίγο άλλη πολύ θα μείνει με το παράπονο. Να, έχω εδώ μια ιστορία μπροστά μου. Και την κοιτώ στα μάτια μη τύχει και τελειώσει απόψε. Τουλάχιστον όχι έτσι. Κι αν υπάρχει σεναριογράφος γι’ αυτά τα πράγματα παρακαλώ να επιληφθεί του θέματος. Προς το παρόν ξενυχτάω δίπλα κι έχω το νου μου. Δεν έχω χαρτί και γράφω στα κλεφτά στο κινητό – αυτό το ίδιο που τον τελευταίο καιρό μου κόβει τη χολή κάθε φορά που κουδουνίζει. Το τζάμι είναι ανοιχτό και ακούω δίχως να το θέλω.
Τα τζιτζίκια το χαβά τους ανακατώνονται με τον ήχο απ’ το ξεχαρβαλωμένο air condition.
Τα προτιμώ από οποιονδήποτε ήχο εδώ μέσα. Ο ορός πέφτει; Πέφτει. Τo μαρτύριο της σταγόνας. Και οι σταγόνες αυτές οι θαυματουργές – μάλλον – συνεχίζουν κατά κάποιον τρόπο την ιστορία που με μέλλει πιο πολύ εδώ μέσα. Ένας από τους τελευταίους καραβομαραγκούς στην Ελλάδα πρωταγωνιστεί στην ιστορία μου. Ο μαστρο-Σωτήρης. Φτιάχνει σκαφάκια με ξυλόκαρφα, και καλαφατισμένα με στουπί και τέχνη. Σκαρώνει σπίτια ξύλινα διώροφα, και τράτες μινιατούρες για να τον θυμόμαστε – λέει. Κάνει «παπάδες» με κάθε κομμάτι ξύλο και ξέρει χίλιες ιστορίες με σκάφανδρα, σφουγγαράδες και τέρατα της θάλασσας. Ισορροπεί στις δοκούς στα έξι μέτρα όταν συναρμολογεί πέργκολες, παρά τα εξηντατρία του χρόνια. Πάντα γελάει. Όχι τώρα. Επομένως, σχεδόν πάντα γελάει. Όταν δουλεύει, φοράει μολύβι στο αυτί να σημειώνει πάνω στα δοκάρια, και για τα ψιλολόγια στερεώνει τα γυαλιά της πρεσβυωπίας χαμηλά στη μύτη. Τώρα δα, του τα ‘χουν ακουμπισμένα στο κομοδίνο, μολύβι και γυαλιά και κάποια φυλαχτά σκόρπια. Του ψευτομουρμουρίζω σιγανά. Γλυκοχαράζει και δεν έχει ξυπνήσει ακόμα, αλλά σουφρώνει τα φρύδια και στιγμιαία μου σκουντάει το χέρι. 

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Λαβωμένο Ξωτικό...

Χαμένος... στη μαμ-ύχλη!

Βγήκα κυνήγι γι’ άλλη μια φορά… Αντί για μάγισσες ή νεράιδες όμως…
Θα μαζέψω μαμάδες! Όχι οποιεσδήποτε μαμάδες όμως- αν & λίγο ή πολύ μοιάζουν μεταξύ τους-, θα μαζέψω αγορομαμάδες. Πρόκειται για συγκεκριμένο είδος μαμάς, που έχουν
τ’ αγόρια τους πάνω απ’ όλα… Μη βρέξει & μη στάξει- που λένε. Και τα’ αγοράκια τους…
που μεγάλωσαν στα πούπουλα… Έγιναν άντρες! Τι κρίμα… αφού θα προτιμούσαν  να μείνουν μόνιμα, εκείνα τα μικρά κρεμασμένα απ’τη φούστα τους αντράκια. Δεν τους αρέσει καθόλου η ιδέα. Έτσι, κάνουν ότι μπορούν για να καθυστερήσουν την κατά τα’ άλλα φυσιολογική αυτή ανάπτυξη… Κάποιες φορές το πετυχαίνουν, κάποιες όχι. Τις περισσότερες φορές όμως, η ζωή του γιου τους πηγαίνει στράφι, αφού… δε μπορεί να χαλάσει χατίρι στη μαμάκα! Και ψάχνει μια κοπέλα να της μοιάζει ή να την εγκρίνει η ίδια. Το τελευταίο φαντάζει σχεδόν αδύνατον & η ελπίδα να βρει μια σύντροφο που να του ταιριάζει μηδαμινή… Δε θα τον αφήσει η μαμά! Αλλιώς κινδυνεύει να τον χάσει. Είναι προτιμότερο λοιπόν, να χάσει τα νιάτα του & όταν μεγαλώσει αρκετά- ποτέ δηλαδή- τότε βλέπουμε… Θα μεγαλώσουν πρώτα οι μαμάδες & όταν νιώσουν την ανάγκη για εγγονάκι- καινούργιο παιχνιδάκι- θ’ αρχίσουν τις πιέσεις! Με λίγα λόγια, κι εκείνες δε ξέρουν τι θέλουν! Να τους αφήσουν να κάνουν οικογένεια ή όχι. Και το διχασμένο αυτό συναίσθημα περνάει & στο παιδί τους… Δε ξέρει αν θέλει να ζήσει ή όχι… Βρίσκεται σε σύγχυση! Μια σύγχυση που τον  οδηγεί στο πουθενά με φόρα... Ασυγκράτητη!
Θα γίνω καλή νεράιδα του παραμυθιού λοιπόν & θα φτιάξω μια ομίχλη- αντίδοτο στις μαμάδες- παίρνοντας κάτι από εκείνες(ίσως μια ανάμνηση). Και όταν τη φτιάξω, θα καλύπτω μ’αυτή τα αγόρια, για να μην τα βρουν… Έτσι θα μπορούν να ζήσουν όπως θέλουν τη ζωή τους.
Αρκεί να μείνουν… Χαμένοι στη μαμ-ύχλη!

Από το Λαβωμένο Ξωτικό

----------------------------------------------------------------------------- 

Σαν τη βροχή...

Χειμώνιασε και ξαφνικά το τοπίο γύρω μου άλλαξε…
Το γαλάζιο τ’ ουρανού, διαδέχονται τώρα οι γκρίζες αποχρώσεις από τα σύννεφα που τον ζωγραφίζουν… Και μαζί μ’ εκείνον, μοιάζει να ζωγραφίζουν κι εμένα!
Προσπαθώ να καταλαγιάσω λίγο τη φόρα τους- καθώς μπαίνουν στη ψυχή μου & της δίνουν τη μορφή- το σχήμα τους… Νιώθω λοιπόν, σα να κόβω την έμπνευση ενός καλλιτέχνη. Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς!!! Αν τα αφήσω ανεξέλεγκτα, θα συνεπάρουν το είναι μου… Και θα χαθώ!!! Αφήνομαι λοιπόν να με παρασύρουν, μέχρι το σημείο που θέλω εγώ… Μέχρι εκεί που νιώθω ασφαλής! Μέχρι την άκρη του ονείρου… Ίσα~ ίσα να πάρω λίγο χρώμα για να το βάλω στη ζωή μου. Η παλέτα του ονείρου έχει πάνω της πανέμορφα χρώματα! Αφού διαλέξω λοιπόν το δικό μου χρώμα… Θα επιστρέψω… Το Ακρόνειρο όμως θα είναι εκεί & θα με περιμένει! Μέχρι την επόμενη φορά, που θα κυλήσω από κάποιο σύννεφο… Σαν τη βροχή!

Από το Λαβωμένο Ξωτικό


-----------------------------------------------------------------------------

 Του χωριού, τα καμώματα... 

Μεγάλωσα, όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι, στη Τσιμεντούπολη που τη λένε-ακόμα- Αθήνα.
Η νοσταλγία του χωριού όμως, ήταν πάντα ζωντανή μέσα μου… Πήγαινα μόνο τα καλοκαίρια & με περιορισμούς (στον τόπο & το χρόνο). Παρ’όλ’αυτά, κάθε φορά γέμιζα την καρδιά μου με εικόνες & συναισθήματα… Και αυτό ήταν που χρειαζόμουν πραγματικά! Μεγαλώνοντας βρέθηκα σε διάφορα μέρη & η εποχή δε με απασχολούσε πια. Είχα την τύχη να βρεθώ 2-3 φορές σε μαχαλά- πηγαδάκι(κυρίως γυναικών). Και  αφού έζησα το χωριό αρκετά & το γνώρισα(παραγνωριστήκαμε για την ακρίβεια)… Άρχισε τα γνωστά καμώματα… Καταστάσεις & νοοτροπίες που το είναι μου δεν αντέχει! Ένιωθα ότι φταίω που δε γεννήθηκα άντρας, μιας και η λέξη γυναίκα δεν είναι συνώνυμη με τον άνθρωπο. Και αφού μου ήταν αδύνατο να συμβιβαστώ με τη φύση μου… Δε μπορούσα να συμβιβαστώ & με τη λογική του: Και τι έγινε που ο αδερφός τον αδερφό σκοτώνει; Τι πειράζει που ο παππούς ασελγεί στην ανήλικη εγγονή του; Και οι γονείς που καταστρέφουν τη ζωή των παιδιών τους;… Αν δεν το μάθει το χωριό, όλα καλά! Δε συνέβη τίποτα! Έλα όμως, που συνήθως υπάρχει μια κουτσομπόλα γειτόνισσα- χασομέρισσα- γλωσσού, που έχει στήσει αυτί πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου της! Τελικά ισχύει το… Ουδέν κρυπτόν υπό το μάτι της γειτόνισσας! Αφού την επόμενη μέρα το έχει μάθει το μισό χωριό(κι αυτό γιατί δεν πρόλαβε να ενημερώσει & το άλλο μισό). Τώρα αν είσαι άτυχος & το χωριό σου είναι μικρό… Καλύτερα να βρεις μέρος να κρυφτείς! Και αν δε βρεις καμιά καλή κρυψώνα… Υπάρχει η λύση της πόλης, όπου θα είσαι…
Άγνωστος μεταξύ αγνώστων.

Από το Λαβωμένο Ξωτικό

-----------------------------------------------------------------------------

Φολιάστε τους...!!!

Ορισμένοι άνθρωποι… δεν έχουν τι να κάνουν και ξεσπούν το σαδισμό τους στους πιο αδύναμους, που είναι φυσικά… τα ζώα! Αφού η καταπίεση που ασκούν στα μέλη της οικογένειάς του(κυρίως στα παιδιά), δεν τους δίνει πλέον ικανοποίηση και ηδονή… Προσπαθούν να βρουν αδυναμία γύρω τους… Δε ξέρουν τι τους φταίει- ή μάλλον ξέρουν…-, είναι αγάμητοι ή ακόμη χειρότερα… Κακογαμημένοι! Δοκιμάζουν να πουλήσουν την εξουσία τους στους ανθρώπους, όμως κανείς δεν αγοράζει & τους μένει η πραγμάτια αμανάτι! Έτσι ξεσπούν στα ζώα, που είναι ανυπεράσπιστα απέναντι στην ανθρώπινη πονηριά & κακία. Όσο και να θέλει κάποιος, δεν μπορεί να τα προστατέψει απ’ όλους αυτούς(τους ατσαλάκωτους, βουβούς και νοικοκύρηδες!)… Η αρρωστημένη φαντασία τους, ξεπερνά κάθε όριο!!! Δεν τη χωράει ο ανθρώπινος νους… Τα καημενούλια θα υποστούν κάθε είδους ή θα θανατωθούν στη πρώτη ευκαιρία. Και είναι αυτή ακριβώς η στιγμή, που ένα άδολο μυαλό, θα ευχηθεί να πάθουν κακό(όσοι προκάλεσαν κάτι τέτοιο…). Εγώ όμως, έχω μια καλύτερη πρόταση, σαν απάντηση σε όλους αυτούς τους μικρόνοους… Φολιάστε τους!!!

Από το Λαβωμένο Ξωτικό

-----------------------------------------------------------------------------

 Ο κλέψας... το κλέψαντος!!!
 
 
Όλοι, λίγο- πολύ έχουμε χάσει κάτι δικό μας(κάτι αγαπημένο…). Η απώλεια είναι κι αυτή μέσα στη ζωή. Τι γίνεται όμως, όταν γνωρίζεις ότι κάτι που έχασες το πήρε ο… (τάδε);
Να του το ζητήσεις; Δεν πρόκειται να παραδεχτεί ότι το πήρε… Χωρίς αποδείξεις, δεν κάνεις τίποτα! Αλλά και αποδείξεις να έχεις, είναι ικανός να σε βγάλει τρελό ή να σου πει πως δεν έχει ιδέα πως βρέθηκε σπίτι του αυτό που έχασες… Μάλλον θα πήρε τα πόδια του- ή αν δεν είχε, θα έβγαλε πόδια- και θα πήγε μόνο του! Και φυσικά, δεν έχει καμία σημασία τι ήταν αυτό που χάθηκε ή η αξία του(υλική ή συναισθηματική). Το θέμα είναι ότι γυάλιζε και αφού η αντανάκλαση του χτύπησε στο μάτι του άλλου… Σε κάθε περίπτωση, δε θα βγάλεις άκρη! Αν τύχει βέβαια να δεις τα κλεμμένα, μπαίνεις σε δίλημμα… Να τα πάρω; Κι αν τα πάρω, θα είμαι κλέφτης; Δε ξέρω αν θεωρείται κλεψιά, το να πάρεις- από τον κλέφτη-

αυτό που σου έκλεψε… Ούτε ποιος απ’ τους δύο είναι ο κλέφτης στην πραγματικότητα. Αυτό που ξέρω είναι ότι με τέτοιου είδους ανθρώπους, το μόνο που σε σώζει είναι το σοφό… Ο κλέψας του κλέψαντος!
 
Από το Λαβωμένο Ξωτικό
 
  
 -----------------------------------------------------------------------------

Παιχνιδοδαγκώματα...

Μια όμορφη & βροχερή ημέρα… Είπα ν’ακολουθήσω τη μελαγχωλία μου & να κάνω μια βόλτα. Στη γωνιά του δρόμου όμως, με περίμενε μια παράξενη εμπειρεία. Συνήθως, στις βόλτες μου πιάνω φιλίες μεκάθε ζωντανό οργανισμό… Κυρίως τετράποδα γλυκήτατα πλασματάκια, που το μόνο που θέλουν είναι λίγο φαγητό, νερό & δε λένε ποτέ όχι σε μερικά χαδάκια. Έτσι, στο πάρκο κοντά στο σπίτι μου, συνάντησα έναν παλιό γνώριμο… Ένα μαύρο, αδέσποτης φύσης & σκυλίσιας ράτσας φίλο, που με ακολουθούσε αργά με την παρέα του. Λίγο πιο κάτω, μερικά μέτρα από τη στάση, είδα το λεωφορείο & αποφάσησα να τρέξω να το προλάβω. Τότε, ξαφνικά, αισθάνομαι κάτι να με τραβάει απ’το πατζάκι & χάνω την ισορροπία μου. Δε χρειάστηκε πολύ, για να καταλάβω πως ο αλανιάρης φίλος μου, ήθελε να με κρατήσει κοντά του. Θα ήθελα πολύ, να μην αναλώνομαι στην καθημερινότητα & να έχω στη διάθεσή μου το χρόνο να μείνω μαζί του & να παίξουμε… Ποιος ξέρει; Ίσως και να τον έχω… Ίσως τον  αποκτήσω… Στο μέλλον!

Από το Λαβωμένο Ξωτικό

-----------------------------------------------------------------------------

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Οι Μοιραίοι.

Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές˙
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανα μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα,
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροτάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενού ο πατέρας δέκα χρόνια
παράλυτος, ίδιο στοιχειό˙
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό˙
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κ’ η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτα απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας έβρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως κάποιο θάμα!
                              (Κώστας Βάρναλης) 
Υστερόγραφο
Ανθρώπινη!!!!!!! γνώμη μου, κάτι που διάβασα πριν από χρόνια.
¨«Μην περιμένεις να γίνει το «θαύμα», γίνε εσύ το «θαύμα».¨
                                                         Φιλικά, Διομήδης

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Το Αισθησιακό στη ζωή μας.






Το αισθησιακό!!!!!!!
Είναι το νέκταρ της ζωής μας,
που όλοι θα πρέπει να γευτούμε
& αφεθούμε να το απολαύσουμε!!!!!!!
στο έπακρo.



Υστερόγραφο
Χωρίς, όμως & να αφεθούμε
να μας γίνει εξάρτηση.
Φιλικά, Διομήδης

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

«Ειδική» ομάδα Ιταλών ναυαγοσωστών.

Του Francesco Manneti
Πηδούν από ελικόπτερα ή από επιταχυνόμενες βάρκες, και προσφέρουν την βοήθεια τους στους κολυμβητές που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα στις δημοφιλείς παραλίες της Ιταλίας.
Σε αυτούς τους τετράποδους ναυαγοσώστες το κολύμπι ταιριάζει γάντι.
Εκατοντάδες ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά από το Ιταλικό σώμα των σκύλων-ναυαγοσωστών αναπτύσσονται κάθε καλοκαίρι, στις Ιταλικές παραλίες  για να βοηθήσουν τους κολυμβητές που έχουν ανάγκη από διάσωση.
Αυτά τα «σκυλιά-ναυαγοσώστες» φορούν ένα λουρί ή ρυμουλκούν έναν σημαντήρα που τα θύματα μπορούν να αρπάξουν, ή μια σχεδία πάνω στην οποία μπορούν να καθίσουν για να ρυμουλκηθούν πίσω στην ακτή, και αντίθετα από τους ανθρώπινους ανταγωνιστές τους, μπορούν εύκολα να πηδήσουν από τα ελικόπτερα και τις επιταχυνόμενες βάρκες για να φθάσουν στους κολυμβητές που χρειάζονται βοήθεια.

Με τα εκατομμύρια παραθεριστών που συγκεντρώνονται στις κορεσμένες παραλίες της Ιταλίας κάθε καλοκαίρι, η Ιταλική ακτοφυλακή λέει ότι διασώζει περίπου 3.000 ανθρώπους κάθε έτος, μεγάλος αριθμός των οποίων πιστώνετε στους τετράποδους ναυαγοσώστες.
Ένας σκύλος χρειάζεται τρία χρόνια για να εκπαιδευθεί κατάλληλα ώστε να είναι ικανός να συμμετέχει σε διάσωση στη θάλασσα. Αυτήν την περίοδο 300 σκυλιά είναι εκπαιδευμένα πλήρως και έτοιμα για το καθήκον, αναφέρει ο Roberto Gasbarri, ο οποίος διευθύνει την Ιταλική Σχολή Κυνοειδών Ναυαγοσωστών, σε ένα κέντρο εκπαίδευσης έξω από τη Ρώμη, στην  παραθαλάσσια πόλη Civitavecchia.

«Τα σκυλιά είναι χρήσιμα στον περιορισμό της φυσικής κούρασης του ναυαγοσώστη, για να αυξήσουν την ταχύτητα με την οποία τα θύματα ανακτώνται, για να αυξήσουν την ασφάλεια και του θύματος και του ναυαγοσώστη,»  πρόσθεσε ο Gasbarri.
«Το σκυλί γίνεται είδος ευφυούς σωσίβιου. Είναι ένα σωσίβιο που πηγαίνει από μόνο του σε ένα πρόσωπο που έχει ανάγκη από βοήθεια, και έρχεται πίσω στην ακτή επίσης μόνο του, επιλέγοντας το καλύτερο σημείο προσέγγισης της ακτής και κολυμπώντας μέσω των ασφαλέστερων ρευμάτων.»

Το κέντρο εκπαίδευσης που βρίσκεται στην Civitavecchia είναι ένα από τα δώδεκα που υπάρχουν στη χώρα και ιδρύθηκε πριν από 20 έτη στη βόρεια επαρχία του Μπέργκαμο από τον Ferruccio Pilenga,  του οποίου ο πρώτος εκπαιδευόμενος ήταν ένας σκύλος ράτσας Newfoundland (Νέας Γής).

Η σχολή έχει την δυνατότητα να εκπαιδεύσει οποιαδήποτε ράτσα σκύλου, εφ' όσον ζυγίζει τουλάχιστον 30 κιλά, αλλά τα Labradors, τα Newfoundlands και τα Golden retrievers είναι τα  συνηθέστερα που χρησιμοποιούνται λόγω του φυσικού ενστίκτου τους για την κολύμβηση. Κάθε σκυλί εργάζεται μαζί με ένα ανθρώπίνο ναυαγοσώστη, ο οποίος ενεργεί επίσης ως εκπαιδευτής του ζώου.

«Έχοντας το ένστικτο του συλλέκτη, ξεκινούν  να μαζέψουν οτιδήποτε τους λέμε, είτε πρόκειται για έναν άνθρωπο, ένα αντικείμενο, ή ένα ψάρι, και το φέρνουν πίσω στην ακτή,» σχολίασε η ναυαγοσώστρια Monia Luciani. «Δεν το συνδέουν με μια σωματική δραστηριότητα, αλλά είναι μάλλον ένα παιχνίδι γι’ αυτούς.»

Πηγή:  Associated Press

www.emergencyservices.gr

Λόγια, σοφά;

1
~~~~~~~
Ένας γνωστός μου...
συνήθιζε να λέει:
«Μην μου δίνεται συμβουλές.......
Λάθη, κάνω & μόνος μου.»

Στην κρίση σας, Φιλαράκια μου!!!!!!!

2
~~~~~~~
Ο δάσκαλός μου -Γιάννης Δελαπόρτας-
στο ''Okinawa Karete Do''
έλεγε συχνά:
«Δεν υπάρχει: Δεν μπορώ.
Υπάρχει: Δεν θέλω.»

Να 'ναι καλά!!!!!!! όπου κι αν βρίσκεται.

3
~~~~~~~