Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Γιολάντα Τσιαμπόκαλου

Χάθηκε το νόημα (για την Ίρμα...)
Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007, εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος».
(Γράφει η Γιολάντα Τσιαμπόκαλου) 

Όταν έχεις σκύλο αλλάζει κι όλη η αντίληψη που έχεις για το πάρκο, για τη γειτονιά.  Κάθε φορά που κάποιος από εμάς γυρνούσε σπίτι με την Ίρμα λαχανιασμένη και χαρούμενη έφερνε μαζί του καινούριες ιστορίες απ’ τους γείτονές μας. Με ονόματα, ημερομηνίες, γεγονότα και ίσως λίγο αλάτι παραπάνω για το γούστο. Κουτσομπολιό στην κυριολεξία κουτσό, στο ‘να πόδι, γιατί απ’ την άλλη τράβαγε η Ίρμα να προχωρήσουμε σε κάποιες ενδιαφέρουσες μυρωδιές παραπέρα. Στο πάρκο, νιώθει κανείς μια παράξενη οικειότητα με άλλους ιδιοκτήτες σκύλων. Αφού σπάσει ο πάγος με αφορμή τις μονολεκτικές προτάσεις και ερωτήσεις του γείτονα προς το ζώο, προχωράμε στο ψητό. Ιστορίες με ξόμπλια και ουρά, γεμάτες παράξενες προσωπικές λεπτομέρειες. Το ήξερες ότι ο κ. Τρύφωνας, που έχει τον Γιόχαν, το ντόπερμαν, φοράει περουκίνι και ψεύτικο πόδι; Ήξερες, ότι ο φαρμακοποιός απέναντι απ’ το σχολείο κέρδισε 25.000.000 δραχμές με ένα ξυστό τη μέρα του μεγάλου σεισμού στην Αθήνα; Ότι ο γιος του Λυκειάρχη έμεινε στην ίδια τάξη; Πως έχασε ο κ.Δημήτρης με το πεκινουά τη γυναίκα του;
Που η τάδε έχει έναν εραστή στο Χαϊδάρι και την περνάει ζάχαρη; Που η Μαίρη, το Μαιράκι, παραλίγο να βγει στην εκπομπή της Πάνια; Τα ‘μαθες, ένα στενό πίσω απ’ το σπίτι μας, στον πεζόδρομο, απέναντι απ’ τους προσκόπους ήταν μια από τις γιάφκες της 17 Νοέμβρη!
Και μια ημίτρελη πάνω απ’ την Αγ. Τριάδα μαζεύει αδέσποτα και τα ταΐζει ωμό κρέας. Γυρνάει τα βράδια και έχει κολιτσίδα καμιά δεκαπενταριά σκυλιά που μετράς τα παΐδια τους. Είναι και η κα. Νατάσα, από την Αλβανία, με τις εφημερίδες και τα ψιλικά που φροντίζει τη Λίζα, ένα γιγαντόσωμο αδέσποτο. Γέννησε η μια της κόρη στα Τίρανα και σκέφτεται πώς ν’ αφήσει το μαγαζί να πάει να τη δει…  Τέτοια μαθαίναμε στο πάρκο, στα γύρω στενά, και αυτές οι καθημερινές βόλτες έκαναν τα πάντα πιο οικεία σε μας, αλλάζανε κι εμάς τους ίδιους. Έμοιαζαν με καθημερινό κυνήγι για μια ακόμα ιστορία. Μία, οποιαδήποτε.
Αύριο κλείνει ένας χρόνος που χάσαμε την Ίρμα μας και ξαφνικά αυτές οι βόλτες στο πάρκο έχασαν το νόημα…

----------------------------------------------------------------------------- 

 Μη μου λες το τέλος... 
Δευτέρα 30 Ιουλίου 2007, εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος».
(Γράφει η Γιολάντα Τσιαμπόκαλου)

Αυτή εδώ είναι μια ιστορία που συνέβαινε κάθε καλοκαίρι στην Λάουρα.
Κι όπου «Λάουρα» δεν πρόκειται για ψευδώνυμο αιθέριας υπάρξεως, αλλά για θερινό σινεμά στο Παγκράτι που ακόμα λειτουργεί κόντρα στα πολύχρωμα στρουμφοχωριά με τους σινεμάδες, και τα μεγάλα blockbuster. Η «Λάουρα» έχει έναν μαντρότοιχο, χρώμα ξεθωριασμένο κίτρινο, γυάλινη κορνίζα με ξασπρισμένα «Προσεχώς», πέντε – έξι κεραμιδόγατους μονίμως ερωτευμένους (γι’ αυτό και νιαουρίζουν ασύστολα), και όλα τα κομφόρ. Δηλαδή, αγιόκλημα, βουκαμβίλια, λαστιχωτά τοστ, γρανίτες, ποπ κορν, κλασικές καρέκλες σκηνοθέτη (που αν καταλάθος σε πάρει ο ύπνος σε παρασέρνει κι ο νόμος της βαρύτητας ως κάτω). Eχει χαλίκι που κάνει χρούτσου – χρούτσου ώσπου να βρουν τη θέση τους οι αργοπορημένοι σινεφίλ, διαφημιστικές ταμπέλες με όλα τα φροντιστήρια της γειτονιάς, και ακόμα τον ουρανό με τ’ άστρα. Απόψε – λένε – θα ‘χει και την πανσέληνο ρεζερβέ από πάνω ανάμεσα 10:30 με 12:30…Φυσικά, η «Λάουρα» έχει τριγύρω και γειτόνους κρεμασμένους μαζί με φίλους και συγγενείς απ’ τα μικροσκοπικά μπαλκονάκια στους ακάλυπτους των πολυκατοικιών που ξέρουν απ’ έξω κι ανακατωτά τους διαλόγους των ταινιών. Ένας τέτοιος γείτονας, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 περίπου, είχε μια διαστροφική συνήθεια και τακτική. Κάθε φορά που είχε κάποιο έργο αστυνομικό, μυστηρίου ή ακόμα καλύτερα θρίλερ φρόντιζε πάντα να παρακολουθεί την πρώτη προβολή στο τζάμπα απ’ το μπαλκόνι του. Μάθαινε όλες τις λεπτομέρειες και τις βασικές ατάκες. Έτσι όλα τα επόμενα βράδια, όσο έπαιζε η ίδια ταινία, παραμόνευε πίσω απ’ την κουρτίνα του. Περίμενε υπομονετικά, ιδρώνοντας, κρυμμένος, με τα μάτια να λαμπιρίζουν στο σκοτάδι σαν κεραμιδόγατος κι αυτός. Οι θεατές ιδρώνοντας το ίδιο, από κάτω στο σινεμά σπαζοκεφάλιαζαν στο μεταξύ για τη λύση του μυστηρίου ή κλείνανε τα μάτια μη δουν τα αίματα.  Και ο γείτονας εκείνος, κάθε βράδυ ανελλιπώς την κατάλληλη στιγμή (ή μάλλον την πιο ακατάλληλη στιγμή) πεταγόταν πίσω απ’ την κουρτίνα, έξω στο μπαλκόνι.

Έκανε τα χέρια του χωνί και φώναζε: «Ο δολοφόνος είναι ο τάδε!!»

-----------------------------------------------------------------------------

Ο Κούκος ο μονός
Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007, εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος».
(Γράφει η Γιολάντα Τσιαμπόκαλου)


Τρία στενά απ’ την πλατεία Ταμπουρίων σε καφενέ παίζανε χαρτιά κάτι παρέες,  ταμπουρωμένοι απ’ όλους και όλα, ταμένοι στην τράπουλα, στην πρέφα, στην ξερή, στο «Θανάση», και στον κούκο το μονό.  Παιχνίδια της τσόχας με δικούς τους κανόνες, κλισέ και λεξιλόγιο. Μα η ιστορία αφορά το γκαρσόνι του καφενέ, έναν ορφανό πιτσιρίκο που του ‘μείνε παρατσούκλι το όνομα από ένα τέτοιο παιχνίδι. Όλοι τον φωνάζανε «ο κούκος ο μονός».
Έτσι του ζητούσανε παραγγελία, έτσι τον έστελναν για τσιγάρα, έτσι τον καλοπιάνανε να κάτσει δίπλα τους για γούρι ή να κόψει την τράπουλα. Ο κούκος ο μονός φυσιογνωμία. Άδειαζε τα τασάκια, γέμιζε τα ποτήρια με φτηνό ουίσκι, δυνατό σα φωτιστικό οινόπνευμα και κρυφοκοίταζε όσα εξελίσσονταν στην τσόχα. Έβλεπε να παίζουν χαρτιά χωρίς να μιλάει. Ξεπατίκωνε τους μεγάλους και έμαθε να αποκωδικοποιεί τον παραμικρό σπασμό στο πρόσωπό τους, ας είχαν αναγάγει την μπλόφα σε δεύτερή τους φύση. Φαγωμένα πρόσωπα, μισοφωτισμένα από το λαμπατέρ με τα μαδημένα κρόσσια. Κόκκινα μάτια, ξεχειλωμένος κόμπος στην ντεμοντέ γραβάτα και το άτιμο χαρτί να μη βγαίνει με τίποτα. Άλλοτε φουλ του ρήγα άλλοτε «ντούκου για να δω».
Ο κούκος έμαθε να μετράει την τράπουλα και να υπολογίζει με διαβολεμένη ακρίβεια το φύλλο. Μεγάλωσε, έβγαλε μουστακάκι, κι είπε να τα βάλει με την τύχη του. Έκανε μπόγο τα ρούχα του κι  άχνα δεν είπε σε κανέναν. Το ’ριξε στον τζόγο. Η πρώτη κέντα ήρθε νωρίς, τα πρώτα φράγκα τον στάνιαραν και πήρε αέρα. Να σου λοιπόν τα μεγάλα τραπέζια, τα καζίνο, τα στοιχήματα, οι γυναίκες. Στις δύσκολες έκρυβε κάναν άσο στο μανίκι και τους έτρωγε λάχανο. Έτσι κυλούσε ο χρόνος κι η ρουλέτα. Ώσπου ο κούκος ο μονός έμεινε ορφανός κι από τύχη. Πολλές οι τράκες, τον ξέχασαν οι ρηγάδες κι οι βαλέδες. Δεν το ‘βαζε κάτω. Ένα βράδυ μάζεψε τα κουράγια του κι έστησε παιχνίδι τελευταίο. Μα δεν βρήκε πρόχειρο έναν άγγελο να παίξει στοίχημα τη ζωή του, παρά κάλεσε έναν τύπο μυστήριο, να κάτσει στο τραπέζι. Για λίγο νόμιζε ότι του έσπασε η γκίνια. Αλλά, σε ένα ελάχιστο δευτερόλεπτο είδε ο αντίπαλός του τον άσο που είχε κρυμμένο ο κούκος στο μανίκι. Ήθελε τη νίκη γι’ αυτό πήγε να κλέψει. Μα δε του βγήκε κι «ο κούκος ο μονός» έμεινε – όπως λένε – στεγνός. Στεγνός από ζωή.

----------------------------------------------------------------------------- 

Εφημερεύει
Δευτέρα 6 Αυγούστου 2007, εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος».
(Γράφει η Γιολάντα Τσιαμπόκαλου)


Νύχτα Αυγούστου στο Λαϊκό νοσοκομείο και πού λόγια να γράψω… Πενήντα ιστορίες εξελίσσονται ταυτόχρονα γύρω μου σε πενήντα τετραγωνικά μέτρα αντίστοιχα. Ιστορίες με το μέτρο. Ποια να πρωτογράψω; Ποια ν’ αφήσω ανείπωτη; Άλλη λίγο άλλη πολύ θα μείνει με το παράπονο. Να, έχω εδώ μια ιστορία μπροστά μου. Και την κοιτώ στα μάτια μη τύχει και τελειώσει απόψε. Τουλάχιστον όχι έτσι. Κι αν υπάρχει σεναριογράφος γι’ αυτά τα πράγματα παρακαλώ να επιληφθεί του θέματος. Προς το παρόν ξενυχτάω δίπλα κι έχω το νου μου. Δεν έχω χαρτί και γράφω στα κλεφτά στο κινητό – αυτό το ίδιο που τον τελευταίο καιρό μου κόβει τη χολή κάθε φορά που κουδουνίζει. Το τζάμι είναι ανοιχτό και ακούω δίχως να το θέλω.
Τα τζιτζίκια το χαβά τους ανακατώνονται με τον ήχο απ’ το ξεχαρβαλωμένο air condition.
Τα προτιμώ από οποιονδήποτε ήχο εδώ μέσα. Ο ορός πέφτει; Πέφτει. Τo μαρτύριο της σταγόνας. Και οι σταγόνες αυτές οι θαυματουργές – μάλλον – συνεχίζουν κατά κάποιον τρόπο την ιστορία που με μέλλει πιο πολύ εδώ μέσα. Ένας από τους τελευταίους καραβομαραγκούς στην Ελλάδα πρωταγωνιστεί στην ιστορία μου. Ο μαστρο-Σωτήρης. Φτιάχνει σκαφάκια με ξυλόκαρφα, και καλαφατισμένα με στουπί και τέχνη. Σκαρώνει σπίτια ξύλινα διώροφα, και τράτες μινιατούρες για να τον θυμόμαστε – λέει. Κάνει «παπάδες» με κάθε κομμάτι ξύλο και ξέρει χίλιες ιστορίες με σκάφανδρα, σφουγγαράδες και τέρατα της θάλασσας. Ισορροπεί στις δοκούς στα έξι μέτρα όταν συναρμολογεί πέργκολες, παρά τα εξηντατρία του χρόνια. Πάντα γελάει. Όχι τώρα. Επομένως, σχεδόν πάντα γελάει. Όταν δουλεύει, φοράει μολύβι στο αυτί να σημειώνει πάνω στα δοκάρια, και για τα ψιλολόγια στερεώνει τα γυαλιά της πρεσβυωπίας χαμηλά στη μύτη. Τώρα δα, του τα ‘χουν ακουμπισμένα στο κομοδίνο, μολύβι και γυαλιά και κάποια φυλαχτά σκόρπια. Του ψευτομουρμουρίζω σιγανά. Γλυκοχαράζει και δεν έχει ξυπνήσει ακόμα, αλλά σουφρώνει τα φρύδια και στιγμιαία μου σκουντάει το χέρι. 

1 σχόλιο:

  1. ισχυρή θεϊκή λύση που έφερε πίσω τον εραστή μου σε μένα,χρονολογούσα ένα κορίτσι για 10 μήνες ήμασταν τόσο πολύ κοντά,σκέφτηκα ότι μόλις κάναμε με την εκπαίδευσή μου θα τη παντρευτώ,αλλά τα πράγματα αποδεικνύεται ότι είναι το αντίστροφο, ποτέ δεν ήξερα αυτό το κορίτσι ισχυρίστηκα ότι αγαπώ,ένας άλλος άνθρωπος προσπαθεί να την έχει, αυτό ξεκίνησε όταν αλλάξει ξαφνικά,αυτό το κορίτσι ενεργεί διαφορετικά, έτσι ήμουν μπερδεμένη γιατί δεν θέλω να την χάσω,Την αγαπώ πραγματικά, αλλά η στάση της απέναντί μου γίνεται χειρότερη, έτσι άρχισα να ψάχνω βοήθεια για να την αγαπήσω ξανά,δεν μπορώ να σας ψέψω έχω έρθει σε επαφή με τόσες πολλές θεϊκές λύσεις, αλλά ποτέ δεν είχα τύχη σε αυτούς ή ίσως δεν υπήρχε πραγματικό ή κάποιο άλλο πράγμα,κάθε φορά που χτύπησαν ξόρκι για μένα η συμπεριφορά μου φίλο κορίτσι μου θα επιδεινωθεί, ήμουν σε αυτόν τον πόνο για μήνες κανένα σώμα για να με βοηθήσει,σκέφτηκα ότι θα την χάσω, αλλά τα πράγματα αποδειχτούν καλά, ήμουν ακόμα σε αναζήτηση θεϊκού λύτρου, όταν έχω συναντήσει αυτό το Μεγάλο Ναό που ονομάζεται,BEST DIVINE SOLUTION HOME, MIRACLE CENTRE,έλαβα το ιδιωτικό τους ταχυδρομείο (templeoflightandsolutions @ gmail.com) το οποίο χρησιμοποιώ για να τα στείλω μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,τότε μέσα σε λίγα λεπτά θα πάρω μια απάντηση που μου λέει να (σύνοδος κορυφής) να στείλω τα λίγα μου στοιχεία και τις λεπτομέρειες της φίλης μου που έκανα,Πληρώσαμε για τα αντικείμενα που απαιτούνται για το ξόρκι, μέσα σε 6 ώρες πληροφορήθηκα ότι το ξόρκι μου είναι πλήρες και ότι πρέπει να πάω και να χαμογελάσω ξανά,ότι ο φίλος μου κορίτσι θα με αγαπά τώρα, είμαι πολύ χαρούμενος με αυτό το είδος της βοήθειας ποτέ δεν πίστευα ότι θα μπορούσα ακόμα να δω αυτό το είδος της λύσης bringer είναι πολύ ισχυρή και ειλικρινής,σήμερα είμαι τόσο ευτυχισμένος εξαιτίας της βοήθειας που μου δίνουν ..
    δεξαμενή κύριε, από τον julius amberg.

    ΑπάντησηΔιαγραφή