Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Η μικρη ιστορια του Ζηση

(Από Smaro Peglidou την Παρασκευή, 8 Ιανουαρίου 2010 στις 9:09 μ.μ.)
Ο Ζήσης είχε μόλις τρεις μήνες που γεννήθηκε κι όπως καταλαβαίνετε ήταν μια σταλιά. Ένα μικρό, σχεδόν σκελετωμένο πορτοκαλί κορμάκι, και μια ουρά που μόλις φαινόταν.
Ήτανε βλέπετε γατάκι !
Όταν γεννήθηκε όλοι έδιναν ευχές στη μαμά του τη Μιμή.
Να σας ζήσε!!!! Να σας ζήσει!!!....
Έτσι λοιπόν πήρε και τ' όνομά του «Ζήσης».
Είχε ότι ήθελε(σχεδόν δηλ.), χάδια, στοργή, την αγάπη και τρυφερότητα της μαμάς του,
και φυσικά αμέτρητες ώρες παιχνίδι.
Του έλειπε βέβαια ο μπαμπάς του ο Κυριάκος που είχε χαθεί πριν γεννηθεί ο μικρούλης μας,
και βέβαια τι άλλο από ένα πιάτο φαγάκι.
Κάθε φορά που έπαιζε έξω, με χορταράκια, πετρούλες φυλλαράκια και κλαδάκια που είχαν πέσει από τον αέρα, του ερχόταν διάφορες μυρωδιές.
Τι ψάρι! Τι κρέας με πατάτες στο φούρνο! Τι κοτόπουλο με σάλτσα! ΠΩ! ΠΩ!
Τρέχαν τα σάλια του καημένου του Ζήση. Όμως δυστυχώς χόρταινε μόνο με τις μυρωδιές. Κανένας δεν του έδινε ένα κομμάτι ψωμί να ξεγελάσει την πείνα του.
Το βραδάκι όταν όλοι επέστρεφαν στα σπίτια τους και ερήμωνε η γειτονιά, ο Ζήσης
και η μαμά-Μιμή ήταν αναγκασμένοι να εγκαταλείπουν το δικό τους για να αναζητήσουν την τροφή τους.
Ήταν πολύ δυστυχισμένη η μαμά-$Μιμή όταν έπρεπε να κοιμίσει το μικρούλη Ζήση της νηστικό, κι έκανε τα πάντα για οτιδήποτε φαγώσιμο.
Πότε στα σκουπίδια, πότε έξω από καμιά ταβέρνα βρίσκανε κανένα ψαροκόκαλο
και το πιπίλιζαν.
Για νεράκι δυστυχώς έπρεπε να περιμένουν να βρέξει γιατί όταν πήγαιναν στη βρύση, λίγο πιο κάτω, οι άνθρωποι τα έδιωχναν τα καημένα. Έτσι λοιπόν κάθε βράδυ ξεκινούσε και μια περιπέτεια για την γατοοικογένειά μας...
Μια υπέροχη φεγγαρόλουστη νύχτα η μαμά-Μιμή φαινόταν να μη νιώθει και τόσο καλά, με δυσκολία περπατούσε και με το ζόρι νιαούριζε, μάλλον θα είχε κρυώσει!
Έπρεπε όμως να φροντίσουν γι’ ακόμα μια μέρα να ξεγελάσουν την πείνα τους, κι έτσι σιγά-σιγά ξεκίνησαν. Είχαν συμφωνήσει αυτή τη φορά, να πάνε σε μια μικρή πλατεία σχεδόν στην άλλη άκρη του τετραγώνου, γιατί εκεί υπήρχε ένα μικρό μπρούτζινο συντριβανάκι κι έτσι θα έπιναν και νερό.
Αφού λοιπόν φτάσανε, άρχισαν να κάνουνε γύρους μήπως και βρούνε καμία πεταμένη λιχουδιά. Μάταια όμως!
Τίποτα δεν υπήρχε, και η μαμά-Μιμή είχε κιόλας κουραστεί. Καθώς δίψασαν όμως, είπαν να πιούνε λίγο νερό απ’ τ’ όμορφο συντριβανάκι.
Εκεί λοιπόν που έπιναν... «Ψι,Ψι,Ψι…» ακούστηκε κάπου από το βάθος «Ψι,Ψι,Ψι...».
Ήταν ένας ψηλός κύριος με καπέλο και μακρύ πανωφόρι, που στο χέρι του κρατούσε κι έτρωγε ένα μεγάλο κομμάτι τυρόπιτα.
Φώναζε τα δυο γατάκια για να τα ταίσει αλλά αυτά φοβότανε και δεν τον πλησίαζαν, γιατί ξέρετε υπάρχουν δυστυχώς άνθρωποι που χτυπάνε και βασανίζουν τα ζωάκια χωρίς αυτά να μπορούν να υπερασπιστούνε τη ζωή τους, με αποτέλεσμα πολλές φορές τραγικό.
Εκείνος, καταλαβαίνοντας το δισταγμό τους, άρχισε να πετάει μικρά κομματάκια πιτούλας προς το μέρος τους, κι έτσι δειλά-δειλά ο Ζήσης και η μαμά-Μιμή πλησίαζαν χωρίς πια να φοβούνται τόσο, κι άρχισαν να τρώνε με μεγάλη ευχαρίστηση. Πέρασε αρκετή ώρα έτσι, και οι φίλοι μας έδειχναν να έχουν χορτάσει.
Στο δρόμο για το σπίτι, ο μικρούλης Ζήσης δε σταμάτησε να μιλάει από τη χαρά του.
Έλεγε στην μαμά του ότι ο κύριος αυτός για να τους δώσει όλο το φαγητό του, πρέπει να είναι καλός άνθρωπος.
Το άλλο βράδυ όμως για κακή τους τύχη η μαμά-Μιμή χειροτέρεψε τόσο που δεν μπορούσε ούτε από το χαρτινο κρεβατάκι της να σηκωθεί.
Τότε ο Ζήσης πήρε την απόφαση να πάει μόνος του να βρει φαγάκι, και μάλιστα στο ίδιο μέρος.
Κι έκανε πολύ καλά, γιατί όταν πήγε τον περίμενε μια έκπληξη.....
Μα ναι!! Ήταν ο ίδιος κύριος με το καπέλο και το μακρύ πανωφόρι κι αυτή τη φορά κρατούσε μάλιστα ΔΥΟ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΥΡΟΠΙΤΑ!!
Ο Ζήσης δεν πίστευε στα ματάκια του. Φαίνεται ότι συμπάθησε τα πεινασμένα γατάκια.
Έτσι λοιπόν, πιο θαρραλέος πια από την προηγούμενη βραδιά πλησίασε τον ευγενικό κύριο κι άρχισε να τρίβεται νιαουρίζοντας στα πόδια του. Τοτε, καλόκαρδος καθώς ήταν εκείνος έσκυψε να τον χαιδέψει, μα αναρωτήθηκε δυνατά πού να ΄ναι η μαμά του.
Το γατάκι τον κοίταξε με τα μεγάλα χρυσαφιά μάτια, και του 'γνεψε να το ακολουθήσει.
Έτσι πήραν το δρόμο για τη φωλίτσα της γατοοικογένειας.
Τόσο πολύ στενοχωρήθηκε ο στοργικός κύριος όταν είδε το φτωχικό σπιτικό και την άρρωστη γατομαμά που χωρίς καν να το σκεφτεί, την πήρε αγκαλιά μαζί με τον Ζήση και κίνησε για το σπίτι του......
Όταν μετά από αρκετή ώρα έφτασαν, αντίκρισαν που λέτε ένα πολύ όμορφο πέτρινο σπιτάκι με μια τεράστια αυλή αγκαλιασμένη από δέντρα και γεμάτη πολύχρωμα λουλούδια.
Εκεί θα περνούσαν την υπόλοιπη ζωή τους.
Στον παράδεισο!!
Με τις κοιλίτσες τους χορτάτες, κι έναν άνθρωπο που ξεχείλιζε από αγάπη και στοργή.
Από ΄δω και στο εξής θα φρόντιζε εκείνος την γατοοικογένεια.
Γιατί τελικά υπάρχουν και καλοί άνθρωποι.

Υ.Γ. Τελικά, υπάρχουν καλοί άνθρωποι!!

1 σχόλιο:

  1. Πραγματικά με συγκίνησες φίλε μου Διομήδη
    Ευχαριστώ ΚΑΙ εσένα αλλά και όσους πιστεύουν πραγματικά πως υπάρχουν ΑΝΘΡΩΠΟΙ

    ΑπάντησηΔιαγραφή